ἐξεταστικῶν

ἐξεταστικῶν
ἐξεταστικός
capable of examining into
fem gen pl
ἐξεταστικός
capable of examining into
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • υπαγόρευση — η 1. απαγγελία κειμένου μπροστά σε άλλον, για να το γράψει αυτός ή να το επαναλάβει προφορικά: Έγινε η υπαγόρευση των εξεταστικών θεμάτων στους μαθητές. 2. μτφ., παρακίνηση, υπόδειξη, επιταγή, συμβουλή: Φέρεται έτσι από τις υπαγορεύσεις του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”